- πραύνομαι
- πρᾱύ̱νομαι , πραύνωmake softaor subj mid 1st sg (epic)πρᾱύ̱νομαι , πραύνωmake softpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπραΰνομαι — Α [πραΰνομαι] (για πυρετό) πραΰνομαι επίσης, γίνομαι ηπιότερος μαζί με τα άλλα συμπτώματα τής νόσου … Dictionary of Greek
πραΰνω — ΝΑ, πρααίνω Ν, ιων. τ. πρηΰνω Α [πράος / πραΰς] καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω, χαλαρώνω, καθησυχάζω αρχ. 1. (σχετικά με ζώα) εξημερώνω 2. παθ. πραΰνομαι ησυχάζω, κοιμάμαι … Dictionary of Greek